- αδιαπότιστος
- η , ο [ος , ον ]1) несмоченный; не пропитанный влагой; сухой; 2) непроницаемый, непромокаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαπότιστος — η, ο [διαποτίζω] αυτός που δεν διαποτίζεται ή δεν διαποτίστηκε από υγρασία ή από κάποιο υγρό, άβρεχτος, ξερός, στεγνός … Dictionary of Greek
αδιαπότιστος — η, ο αδιάβροχος, στεγνός: Το νερό ήταν λίγο, γι αυτό το χώμα έμεινε αδιαπότιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)